ομολογητής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ομολογητής • (omologitís) m (plural ομολογητές, feminine ομολογήτρια)
- confessor
- (Christianity) confessor (official designation of a person who acknowledges their Christian faith, especially when this risks their life)
- Θεοφάνης Ομολογητής (Theophanes the Confessor)
Declension
[edit]Declension of ομολογητής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ομολογητής • | ομολογητές • |
genitive | ομολογητή • | ομολογητών • |
accusative | ομολογητή • | ομολογητές • |
vocative | ομολογητή • | ομολογητές • |
Synonyms
[edit]- εξομολογητής m (exomologitís)
Related terms
[edit]- ομολογώ (omologó, “to confess”)
- ομολογουμένως (omologouménos, “admittedly”) (adverb)