παράπτωμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]παράπτωμα • (paráptoma) n (plural παραπτώματα)
Declension
[edit]Declension of παράπτωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράπτωμα • | παραπτώματα • |
genitive | παραπτώματος • | παραπτωμάτων • |
accusative | παράπτωμα • | παραπτώματα • |
vocative | παράπτωμα • | παραπτώματα • |
See also
[edit]- αμαρτία f (amartía, “sin”)