ανακάλυψη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ἀνακάλυψις f (anakálupsis, “revelation”) with ending -σις (-sis) > modern suffix -ση (-si), from ἀνακαλύπτω (anakalúptō) < ἀνά (aná, “above, through”) + καλύπτω (kalúptō, “to cover, to conceal”).[1] See ανα- (ana-) + κάλυψη (kálypsi).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]ανακάλυψη • (anakálypsi) f (plural ανακαλύψεις)
Declension
[edit]Declension of ανακάλυψη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανακάλυψη • | ανακαλύψεις • | |
genitive | ανακάλυψης • | ανακαλύψεων • | |
accusative | ανακάλυψη • | ανακαλύψεις • | |
vocative | ανακάλυψη • | ανακαλύψεις • | |
Older or formal genitive singular: ανακαλύψεως • |
Coordinate terms
[edit]- εφεύρεση f (efévresi, “invention”)
Related terms
[edit]- κάλυψη f (kálypsi, “coverage; protection”)
- ανακαλύπτω (anakalýpto, “discover”)
- and see: καλύπτω (kalýpto, “I cover”)
References
[edit]- ^ ανακάλυψη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language