χαρτοφυλάκιο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]χαρτοφυλάκιο • (chartofylákio) n (plural χαρτοφυλάκια)
Declension
[edit]Declension of χαρτοφυλάκιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | χαρτοφυλάκιο • | χαρτοφυλάκια • |
genitive | χαρτοφυλακίου •, χαρτοφυλάκιου • | χαρτοφυλακίων • |
accusative | χαρτοφυλάκιο • | χαρτοφυλάκια • |
vocative | χαρτοφυλάκιο • | χαρτοφυλάκια • |
See also
[edit]- χαρτοφύλακας m (chartofýlakas, “document case”)
Further reading
[edit]- χαρτοφυλάκιο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language