άβλαφτος
Greek
Alternative forms
- άβλαπτος (ávlaptos) (more formal)
Etymology
From Byzantine Greek ἄβλαφτος (“unharmed”)[1] from Koine Greek ἄβλαπτος (with [pt > ft])[2], synonym of ἀβλαβής (ablabḗs).
Pronunciation
Adjective
άβλαφτος • (ávlaftos) m (feminine άβλαφτη, neuter άβλαφτο)
Declension
Declension of άβλαφτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άβλαφτος • | άβλαφτη • | άβλαφτο • | άβλαφτοι • | άβλαφτες • | άβλαφτα • |
genitive | άβλαφτου • | άβλαφτης • | άβλαφτου • | άβλαφτων • | άβλαφτων • | άβλαφτων • |
accusative | άβλαφτο • | άβλαφτη • | άβλαφτο • | άβλαφτους • | άβλαφτες • | άβλαφτα • |
vocative | άβλαφτε • | άβλαφτη • | άβλαφτο • | άβλαφτοι • | άβλαφτες • | άβλαφτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άβλαφτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άβλαφτος, etc.) |
Synonyms
Antonyms
Related terms
References
- ^ άβλαφτος - Kriaras, Emmanuel (1969-) Επιτομή του Λεξικού της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (Epitomí tou Lexikoú tis Mesaionikís Ellinikís Dimódous Grammateías) (in Greek), Thessaloniki: Centre for the Greek language Online edition (abbreviations) Printed edition 2022: 22 vols.)
- ^ άβλαφτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language