Category:Greek terms inherited from Byzantine Greek
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Fundamental » All languages » Greek » Terms by etymology » Inherited terms » Byzantine Greek
Greek terms inherited from Byzantine Greek.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek terms inherited from Byzantine Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 820 total.
(previous page) (next page)Α
- αβγατίζω
- αβεβαιότητα
- άβλαφτος
- αγαθότητα
- αγαναχτώ
- αγαπημένος
- Αγαρηνός
- Άγγελος
- αγγίζω
- αγγούρι
- αγίασμα
- αγιοποιώ
- αγκαλιάζω
- αγκινάρα
- αγκιστρώνω
- αγκυλώνω
- αγκώνας
- αγκωνή
- αγναντεύω
- άγνωρος
- αγόρι
- αγριεύω
- αδειάζω
- αδελφότητα
- αδράχτι
- αδρότητα
- αερίζω
- αετιδεύς
- άθαφτος
- Αθίγγανος
- αιμομιξία
- ακατάδεκτος
- ακατάδεχτος
- -άκης
- -άκι
- ακόμα
- ακουμπιστήρι
- ακρίτης
- ακριτικός
- αλάτι
- αλαφιάζω
- αλέθω
- αλεπού
- αλέτρι
- αλησμόνητος
- αλίμονο
- αλλάζω
- αλλοκοτιά
- αλλού
- άλμη
- αλμύρα
- αλόγιαστος
- αλουργίδα
- αλυσοδένω
- αλυσώνω
- αλφάβητο
- αλφάβητον
- αλώνι
- αμ
- άμαθος
- άμε
- άμετε
- άμπακας
- άμπακος
- αμπελοχώραφα
- αναβράζω
- αναγέρνω
- αναγιγνώσκω
- ανακατώνω
- ανάλατος
- αναλώνω
- αναμπαίζω
- ανάποδα
- ανάποδος
- αναπότρεπτος
- Ανάργυρος
- ανασκολοπιστής
- Αναστασία
- αναστεναγμός
- ανεβάζω
- ανεβαίνω
- Άνθιμος
- άνθος
- ανοιχτήρι
- ανταμείβω
- ανταμώνω
- άντε
- αντίδι
- αντίδωρον
- αντιστέκομαι
- άντρας
- αξίζω
- απελπισία
- αποθαμένος
- αποκόβω
- απόκριση
- απολογητικώς
- αποσταίνω
- απούντο
- αράζω
- -αράς
- αραχνιάζω
- αρκούδα
- άρμα
- άρμη
- αρμοδιότητα
- αρνί
- αρνιέμαι
- αρτζι-μπούρτζι
- αρχινάω
- αρχινώ
- ασβέστης
- ασπράδι
- άσπρο
- αστέρας
- αστέρι
- αστράφτω
- άτονος
- αυλάκι
- αφέντης
- αφεντικό
- αφήνω
- αφιόνι
- αφράτος
- αφτί
- αχλάδι
Β
Γ
- γαϊτάνι
- γαλάζιος
- γαργαλάω
- γαρδούμπα
- γάτα
- γάτος
- γελάω
- γέλιο
- Γενάρης
- γένι
- γένια
- γέννα
- γέννηση
- γεράκι
- γεράματα
- Γη του Πυρός
- γητεύω
- γιαλός
- Γιάννα
- Γιάννης
- γιατρειά
- γιατρεύω
- γιατρός
- γίγαντας
- γίδι
- γιορτή
- γιος
- γκαρίζω
- γκαστρώνω
- γκρεμός
- γκρίνια
- γκρινιάζω
- γλιστράω
- γλιτώνω
- γνέθω
- γούβα
- γουδί
- γουρούνι
- γούστο
- γράνα
- γρήγορος
- γυναίκα
- γυρεύω
- γυρίζω