γαλανός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From an unattested Byzantine Greek *γαλεανός (*galeanós), from Koine Greek καλλεανός (kalleanós), a derivative of κάλαϊς (kálaïs, “turquoise-like stone”), probably from Ancient Greek καλάϊνος (kaláïnos, “blue-green, bluish (esp. of stones, earthenware, etc.)”). Doublet of γαλάζιος (galázios).[1]
Adjective
[edit]γαλανός • (galanós) m (feminine γαλανή, neuter γαλανό)
Declension
[edit]Declension of γαλανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλανός • | γαλανή • | γαλανό • | γαλανοί • | γαλανές • | γαλανά • |
genitive | γαλανού • | γαλανής • | γαλανού • | γαλανών • | γαλανών • | γαλανών • |
accusative | γαλανό • | γαλανή • | γαλανό • | γαλανούς • | γαλανές • | γαλανά • |
vocative | γαλανέ • | γαλανή • | γαλανό • | γαλανοί • | γαλανές • | γαλανά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαλανός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαλανός, etc.) |
Coordinate terms
[edit]- καταγάλανος (katagálanos, “deep blue”)
- and see: μπλε (ble, “blue”)
References
[edit]- ^ γαλανός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language