καταγάλανος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]κατα- (kata-, “intense”) + γαλανός (galanós, “blue”)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]καταγάλανος • (katagálanos) m (feminine καταγάλανη, neuter καταγάλανο)
- (intensive adjective, adjective for color/colour) all blue (intensified form for) γαλανός (galanós)
- intensely blue
Declension
[edit]Declension of καταγάλανος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταγάλανος • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανοι • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
genitive | καταγάλανου • | καταγάλανης • | καταγάλανου • | καταγάλανων • | καταγάλανων • | καταγάλανων • |
accusative | καταγάλανο • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανους • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
vocative | καταγάλανε • | καταγάλανη • | καταγάλανο • | καταγάλανοι • | καταγάλανες • | καταγάλανα • |
Coordinate terms
[edit]- γαλανός (galanós, “pale blue”)
- and see: μπλε (ble, “blue”)