αδειάζω
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek ἀδειάζω (adeiázō), formed from Ancient Greek ἄδει(α) f (ádei(a), “no fear; abundance”) + -άζω (-ázo).
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αδειάζω • (adeiázo) (past άδειασα, passive —)
- (transitive) to empty (to make empty; to void; to remove the contents of)
- Άδειασαν τα ποτήρια τους.
- Ádeiasan ta potíria tous.
- They emptied their glasses.
- (transitive) to empty, to clear out, to pour out, to decant, to unload (:contents)
- Αδειάστε το περιεχόμενο στην κατσαρόλα
- Adeiáste to periechómeno stin katsaróla
- Empty the contents into the pan.
- (intransitive) to be empty
- Το σχολείο αδειάζει το καλοκαίρι· τα παιδιά πάνε διακοπές.
- To scholeío adeiázei to kalokaíri; ta paidiá páne diakopés.
- The school is empty in the summer; the children are on vacation.
- (colloquial) to be available
- Έλα να με βοηθήσεις. — Δεν αδειάζω, έχω πολλή δουλειά.
- Éla na me voïthíseis. — Den adeiázo, écho pollí douleiá.
- Come and help me. — I am not free, I have too much work.
- (military) to unload (a weapon)
- Synonym: απογεμίζω (apogemízo)
Conjugation
[edit]αδειάζω αδειάζομαι (passive forms disputed)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αδειάζω | αδειάσω | αδειάζομαι | αδειαστώ |
2 sg | αδειάζεις | αδειάσεις | αδειάζεσαι | αδειαστείς |
3 sg | αδειάζει | αδειάσει | αδειάζεται | αδειαστεί |
1 pl | αδειάζουμε, [‑ομε] | αδειάσουμε, [‑ομε] | αδειαζόμαστε | αδειαστούμε |
2 pl | αδειάζετε | αδειάσετε | αδειάζεστε, αδειαζόσαστε | αδειαστείτε |
3 pl | αδειάζουν(ε) | αδειάσουν(ε) | αδειάζονται | αδειαστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | άδειαζα | άδειασα | αδειαζόμουν(α) | αδειάστηκα |
2 sg | άδειαζες | άδειασες | αδειαζόσουν(α) | αδειάστηκες |
3 sg | άδειαζε | άδειασε | αδειαζόταν(ε) | αδειάστηκε |
1 pl | αδειάζαμε | αδειάσαμε | αδειαζόμασταν, (‑όμαστε) | αδειαστήκαμε |
2 pl | αδειάζατε | αδειάσατε | αδειαζόσασταν, (‑όσαστε) | αδειαστήκατε |
3 pl | άδειαζαν, αδειάζαν(ε) | άδειασαν, αδειάσαν(ε) | αδειάζονταν, (αδειαζόντουσαν) | αδειάστηκαν, αδειαστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αδειάζω ➤ | θα αδειάσω ➤ | θα αδειάζομαι ➤ | θα αδειαστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αδειάζεις, … | θα αδειάσεις, … | θα αδειάζεσαι, … | θα αδειαστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αδειάσει έχω, έχεις, … αδειασμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αδειαστεί είμαι, είσαι, … αδειασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αδειάσει είχα, είχες, … αδειασμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αδειαστεί ήμουν, ήσουν, … αδειασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αδειάσει θα έχω, θα έχεις, … αδειασμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αδειαστεί θα είμαι, θα είσαι, … αδειασμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | άδειαζε | άδειασε | — | αδειάσου |
2 pl | αδειάζετε | αδειάστε | αδειάζεστε | αδειαστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αδειάζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αδειάσει ➤ | αδειασμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αδειάσει | αδειαστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• passive forms are disupted (but the passive participle αδειασμένος is in common use). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
- Passive voice forms (αδειάζομαι (adeiázomai), etc) are disupted. Some lexicographers do not mention passive,[1][2][3] others suggest it.[4]
Synonyms
[edit]- (empty): εκκενώνω (ekkenóno)
Related terms
[edit]- άδειος (ádeios, “vacant, empty”)
- αδειανός (adeianós, “vacant, empty”)
- άδειασμα n (ádeiasma, “emptying”)
See also
[edit]- αντλώ (antló, “to draw off, to pump”)
References
[edit]- ^ Jordanidou, Anna (2004) Τα ρήματα της νέας ελληνικής [Modern Greek Verbs], Athens: Patakis Publishers p.9
- ^ αδειάζω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- ^ αδειάζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language paradigm Ρ2.1 with only α. recommended.
- ^ αδειάζω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.. The passive -στηκα form is mentioned.