άδραγμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]άδραγμα • (ádragma) n (plural αδράγματα)
Declension
[edit]Declension of άδραγμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άδραγμα • | αδράγματα • |
genitive | αδράγματος • | αδραγμάτων • |
accusative | άδραγμα • | αδράγματα • |
vocative | άδραγμα • | αδράγματα • |
Related terms
[edit]- see: αδράχνω (adráchno, “to grasp, to griop”)