αίτημα
Greek
Noun
αίτημα • (aítima) n (plural αιτήματα)
- request, demand
- το αίτημα των μαθητών απορρίφθηκε ― to aítima ton mathitón aporrífthike ― the students' request was rejected
Declension
Declension of αίτημα
Synonyms
- αιτίαση f (aitíasi, “demand, accusation”)
Related terms
- αίτηση f (aítisi, “request, application”)