αγγειοδιασταλτικό
Greek
Noun
αγγειοδιασταλτικό • (angeiodiastaltikó) n (plural αγγειοδιασταλτικά)
Declension
Declension of αγγειοδιασταλτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοδιασταλτικό • | αγγειοδιασταλτικά • |
genitive | αγγειοδιασταλτικού • | αγγειοδιασταλτικών • |
accusative | αγγειοδιασταλτικό • | αγγειοδιασταλτικά • |
vocative | αγγειοδιασταλτικό • | αγγειοδιασταλτικά • |
Related terms
Adjective
αγγειοδιασταλτικό • (angeiodiastaltikó)
- Accusative masculine singular form of αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós).