αγγειοδιαστολή
Greek
Noun
αγγειοδιαστολή • (angeiodiastolí) f (plural αγγειοδιαστολές)
Declension
Declension of αγγειοδιαστολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγγειοδιαστολή • | αγγειοδιαστολές • |
genitive | αγγειοδιαστολής • | αγγειοδιαστολών • |
accusative | αγγειοδιαστολή • | αγγειοδιαστολές • |
vocative | αγγειοδιαστολή • | αγγειοδιαστολές • |
Antonyms
- αγγειοσυστολή f (angeiosystolí, “vasoconstriction”)
Related terms
- αγγειοδιασταλτικό n (angeiodiastaltikó, “vasodilator”)
- αγγειοδιασταλτικός (angeiodiastaltikós, “vasodilatory”)
- αγγειοσυσταλτικό n (angeiosystaltikó, “vasoconstrictor”)
- αγγειοσυσταλτικός (angeiosystaltikós, “vasoconstrictory”)