αγερικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αγερικός • (agerikós) m (feminine αγερική, neuter αγερικό)
- Alternative form of αερικός (aerikós)
Declension
[edit]Declension of αγερικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγερικός • | αγερική • | αγερικό • | αγερικοί • | αγερικές • | αγερικά • |
genitive | αγερικού • | αγερικής • | αγερικού • | αγερικών • | αγερικών • | αγερικών • |
accusative | αγερικό • | αγερική • | αγερικό • | αγερικούς • | αγερικές • | αγερικά • |
vocative | αγερικέ • | αγερική • | αγερικό • | αγερικοί • | αγερικές • | αγερικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αγερικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αγερικός, etc.) |