αγκαζαρισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of αγκαζάρομαι (agkazáromai), passive voice of αγκαζάρω (“reserve”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αγκαζαρισμένος • (agkazarisménos) m (feminine αγκαζαρισμένη, neuter αγκαζαρισμένο)
Declension
[edit]Declension of αγκαζαρισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγκαζαρισμένος • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένοι • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
genitive | αγκαζαρισμένου • | αγκαζαρισμένης • | αγκαζαρισμένου • | αγκαζαρισμένων • | αγκαζαρισμένων • | αγκαζαρισμένων • |
accusative | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένους • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
vocative | αγκαζαρισμένε • | αγκαζαρισμένη • | αγκαζαρισμένο • | αγκαζαρισμένοι • | αγκαζαρισμένες • | αγκαζαρισμένα • |
Related terms
[edit]- see: αγκαζέ (agkazé, “reserved”, adjective) & "arm in arm" (adverb)