αγκαθότοπος
Greek
Noun
αγκαθότοπος • (agkathótopos) m (plural αγκαθότοποι)
Declension
Declension of αγκαθότοπος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγκαθότοπος • | αγκαθότοποι • |
genitive | αγκαθότοπου • | αγκαθότοπων • |
accusative | αγκαθότοπο • | αγκαθότοπους • |
vocative | αγκαθότοπε • | αγκαθότοποι • |