αγουροξύπνημα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγουροξύπνημα • (agouroxýpnima) n (plural αγουροξυπνήματα)
Declension
[edit]Declension of αγουροξύπνημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγουροξύπνημα • | αγουροξυπνήματα • |
genitive | αγουροξυπνήματος • | αγουροξυπνημάτων • |
accusative | αγουροξύπνημα • | αγουροξυπνήματα • |
vocative | αγουροξύπνημα • | αγουροξυπνήματα • |
Related terms
[edit]- αγουροξυπνώ (agouroxypnó, “to awaken early”)
- αγουροξυπνημένος (agouroxypniménos, “half-awake, woken early”, participle)