αγρανάπαυση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αγρανάπαυση • (agranápafsi) f (plural αγραναπαύσεις)
- (agriculture) fallowing, allowing to lie fallow
- χωράφι σε αγρανάπαυση ― choráfi se agranápafsi ― fallow field
Declension
[edit]Declension of αγρανάπαυση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αγρανάπαυση • | αγραναπαύσεις • | |
genitive | αγρανάπαυσης • | αγραναπαύσεων • | |
accusative | αγρανάπαυση • | αγραναπαύσεις • | |
vocative | αγρανάπαυση • | αγραναπαύσεις • | |
Older or formal genitive singular: αγραναπαύσεως • |
See also
[edit]- ακαλλιέργητος (akalliérgitos, “fallow, uncultivated”)
- αμειψισπορά f (ameipsisporá, “crop rotation”)
Further reading
[edit]- αγρανάπαυση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el