αδιαμφισβήτητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adverb
[edit]αδιαμφισβήτητα • (adiamfisvítita)
Related terms
[edit]- αδιαμφισβήτητος (adiamfisvítitos, “indisputable, incontrovertible”)
αδιαμφισβήτητα • (adiamfisvítita)