αεροβίωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αεροβίωση • (aerovíosi) f (uncountable)
Declension
[edit] αεροβίωση
case \ number | singular | |
---|---|---|
nominative | αεροβίωση • | |
genitive | αεροβίωσης • | |
accusative | αεροβίωση • | |
vocative | αεροβίωση • | |
Older or formal genitive singular: αεροβιώσεως • |
Related terms
[edit]- see: αερόβιος (aeróvios, “aerobic”, adjective)