αετομάτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αετομάτης • (aetomátis) m (feminine αετομάτα, neuter αετομάτικο)
Declension
[edit]Declension of αετομάτης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αετομάτης • | αετομάτα • | αετομάτικο • | αετομάτηδες • | αετομάτες • | αετομάτικα • |
genitive | αετομάτη • | αετομάτας • | αετομάτικου • | αετομάτηδων • | — | αετομάτικων • |
accusative | αετομάτη • | αετομάτα • | αετομάτικο • | αετομάτηδες • | αετομάτες • | αετομάτικα • |
vocative | αετομάτη • | αετομάτα • | αετομάτικο • | αετομάτηδες • | αετομάτες • | αετομάτικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αετομάτης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αετομάτης, etc.) |
Synonyms
[edit]- αητομάτης (aïtomátis, “hawk-eyed”)