αιματορουφήχτρα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αιματορουφήχτρα • (aimatoroufíchtra) f (plural αιματορουφήχτρες)
- bloodsucker
- (figuratively) woman spending a man's money freely
Declension
[edit]Declension of αιματορουφήχτρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιματορουφήχτρα • | αιματορουφήχτρες • |
genitive | αιματορουφήχτρας • | αιματορουφήχτρων • |
accusative | αιματορουφήχτρα • | αιματορουφήχτρες • |
vocative | αιματορουφήχτρα • | αιματορουφήχτρες • |
Related terms
[edit]- see: αίμα n (aíma, “blood”)