αισθησιοκρατικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αισθησιοκρατικός • (aisthisiokratikós) m (feminine αισθησιοκρατική, neuter αισθησιοκρατικό)
Declension
[edit]Declension of αισθησιοκρατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αισθησιοκρατικός • | αισθησιοκρατική • | αισθησιοκρατικό • | αισθησιοκρατικοί • | αισθησιοκρατικές • | αισθησιοκρατικά • |
genitive | αισθησιοκρατικού • | αισθησιοκρατικής • | αισθησιοκρατικού • | αισθησιοκρατικών • | αισθησιοκρατικών • | αισθησιοκρατικών • |
accusative | αισθησιοκρατικό • | αισθησιοκρατική • | αισθησιοκρατικό • | αισθησιοκρατικούς • | αισθησιοκρατικές • | αισθησιοκρατικά • |
vocative | αισθησιοκρατικέ • | αισθησιοκρατική • | αισθησιοκρατικό • | αισθησιοκρατικοί • | αισθησιοκρατικές • | αισθησιοκρατικά • |
Synonyms
[edit]- αισθησιαρχικός (aisthisiarchikós)
Related terms
[edit]- αισθησιοκρατία f (aisthisiokratía, “sensualism”)