ακατοίκητος
Greek
Adjective
ακατοίκητος • (akatoíkitos) m (feminine ακατοίκητη, neuter ακατοίκητο)
Declension
Declension of ακατοίκητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακατοίκητος • | ακατοίκητη • | ακατοίκητο • | ακατοίκητοι • | ακατοίκητες • | ακατοίκητα • |
genitive | ακατοίκητου • | ακατοίκητης • | ακατοίκητου • | ακατοίκητων • | ακατοίκητων • | ακατοίκητων • |
accusative | ακατοίκητο • | ακατοίκητη • | ακατοίκητο • | ακατοίκητους • | ακατοίκητες • | ακατοίκητα • |
vocative | ακατοίκητε • | ακατοίκητη • | ακατοίκητο • | ακατοίκητοι • | ακατοίκητες • | ακατοίκητα • |