ακριβοθυγατέρα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]ακριβο- (akrivo-, “valued”) + θυγατέρα (thygatéra, “daughter”)
Noun
[edit]ακριβοθυγατέρα • (akrivothygatéra) f (plural ακριβοθυγατέρες, masculine ακριβογιός)
- much loved daughter, beloved daughter
- (by extension) only daughter
Declension
[edit]Declension of ακριβοθυγατέρα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακριβοθυγατέρα • | ακριβοθυγατέρες • |
genitive | ακριβοθυγατέρας • | ακριβοθυγατέρων • |
accusative | ακριβοθυγατέρα • | ακριβοθυγατέρες • |
vocative | ακριβοθυγατέρα • | ακριβοθυγατέρες • |