ακριτόμυθος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]ακριτόμυθος • (akritómythos) m (feminine ακριτόμυθη, neuter ακριτόμυθο)
- indiscreet
- babbling, prattling
- (as a noun) babbler
Declension
[edit]Declension of ακριτόμυθος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακριτόμυθος • | ακριτόμυθη • | ακριτόμυθο • | ακριτόμυθοι • | ακριτόμυθες • | ακριτόμυθα • |
genitive | ακριτόμυθου • | ακριτόμυθης • | ακριτόμυθου • | ακριτόμυθων • | ακριτόμυθων • | ακριτόμυθων • |
accusative | ακριτόμυθο • | ακριτόμυθη • | ακριτόμυθο • | ακριτόμυθους • | ακριτόμυθες • | ακριτόμυθα • |
vocative | ακριτόμυθε • | ακριτόμυθη • | ακριτόμυθο • | ακριτόμυθοι • | ακριτόμυθες • | ακριτόμυθα • |
Related terms
[edit]- ακριτομύθια f (akritomýthia, “indiscretion”)