ακρωτηριασμός
Greek
Noun
ακρωτηριασμός • (akrotiriasmós) m (plural ακρωτηριασμοί)
Declension
Declension of ακρωτηριασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακρωτηριασμός • | ακρωτηριασμοί • |
genitive | ακρωτηριασμού • | ακρωτηριασμών • |
accusative | ακρωτηριασμό • | ακρωτηριασμούς • |
vocative | ακρωτηριασμέ • | ακρωτηριασμοί • |
Synonyms
- ακρωτηρίαση f (akrotiríasi)