αλεξίσφαιρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αλεξι- (alexi-, “protection, deflection”) + σφαίρα (sfaíra, “bullet”), calque of English bulletproof.
Adjective
[edit]αλεξίσφαιρος • (alexísfairos) m (feminine αλεξίσφαιρη, neuter αλεξίσφαιρο)
Declension
[edit]Declension of αλεξίσφαιρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλεξίσφαιρος • | αλεξίσφαιρη • | αλεξίσφαιρο • | αλεξίσφαιροι • | αλεξίσφαιρες • | αλεξίσφαιρα • |
genitive | αλεξίσφαιρου • | αλεξίσφαιρης • | αλεξίσφαιρου • | αλεξίσφαιρων • | αλεξίσφαιρων • | αλεξίσφαιρων • |
accusative | αλεξίσφαιρο • | αλεξίσφαιρη • | αλεξίσφαιρο • | αλεξίσφαιρους • | αλεξίσφαιρες • | αλεξίσφαιρα • |
vocative | αλεξίσφαιρε • | αλεξίσφαιρη • | αλεξίσφαιρο • | αλεξίσφαιροι • | αλεξίσφαιρες • | αλεξίσφαιρα • |
Derived terms
[edit]- αλεξίσφαιρο γιλέκο n (alexísfairo giléko, “bulletproof vest”)