αλευροβιομηχανία
Greek
Noun
αλευροβιομηχανία • (alevroviomichanía) f (plural αλευροβιομηχανίες)
Declension
Declension of αλευροβιομηχανία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλευροβιομηχανία • | αλευροβιομηχανίες • |
genitive | αλευροβιομηχανίας • | αλευροβιομηχανιών • |
accusative | αλευροβιομηχανία • | αλευροβιομηχανίες • |
vocative | αλευροβιομηχανία • | αλευροβιομηχανίες • |
Synonyms
- αλευροποιΐα f (alevropoiḯa)
Related terms
- αλευροβιομήχανος m or f (alevroviomíchanos, “flour manufacturer, miller”)