αλευροποιΐα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αλευροποιΐα • (alevropoiḯa) f (plural αλευροποιΐες)
Declension
[edit]Declension of αλευροποιΐα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αλευροποιΐα • | αλευροποιΐες • |
genitive | αλευροποιΐας • | αλευροποιϊών • |
accusative | αλευροποιΐα • | αλευροποιΐες • |
vocative | αλευροποιΐα • | αλευροποιΐες • |
Synonyms
[edit]- αλευροβιομηχανία f (alevroviomichanía)
Related terms
[edit]- see: αλεύρι n (alévri, “flour”)
- and see: αλέθω (alétho, “to grind, to mill”)