αλλήθωρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αλλοίθωρος (alloíthoros)
Adjective
[edit]αλλήθωρος • (allíthoros) m (feminine αλλήθωρη, neuter αλλήθωρο)
- cross-eyed, having a squint
- (ophthalmology) suffering from strabismus
Declension
[edit]Declension of αλλήθωρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλήθωρος • | αλλήθωρη • | αλλήθωρο • | αλλήθωροι • | αλλήθωρες • | αλλήθωρα • |
genitive | αλλήθωρου • | αλλήθωρης • | αλλήθωρου • | αλλήθωρων • | αλλήθωρων • | αλλήθωρων • |
accusative | αλλήθωρο • | αλλήθωρη • | αλλήθωρο • | αλλήθωρους • | αλλήθωρες • | αλλήθωρα • |
vocative | αλλήθωρε • | αλλήθωρη • | αλλήθωρο • | αλλήθωροι • | αλλήθωρες • | αλλήθωρα • |
Related terms
[edit]- αλληθωρίζω (allithorízo, “to squint”)