αλληλοσυγκρουόμενους
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Participle
[edit]αλληλοσυγκρουόμενους • (allilosygkrouómenous)
- Accusative masculine plural form of αλληλοσυγκρουόμενος (allilosygkrouómenos).