αλλοχωριανός
Jump to navigation
Jump to search
Greek[edit]
Adjective[edit]
αλλοχωριανός • (allochorianós) m (feminine αλλοχωριανή, neuter αλλοχωριανό)
Declension[edit]
Declension of αλλοχωριανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αλλοχωριανός • | αλλοχωριανή • | αλλοχωριανό • | αλλοχωριανοί • | αλλοχωριανές • | αλλοχωριανά • |
genitive | αλλοχωριανού • | αλλοχωριανής • | αλλοχωριανού • | αλλοχωριανών • | αλλοχωριανών • | αλλοχωριανών • |
accusative | αλλοχωριανό • | αλλοχωριανή • | αλλοχωριανό • | αλλοχωριανούς • | αλλοχωριανές • | αλλοχωριανά • |
vocative | αλλοχωριανέ • | αλλοχωριανή • | αλλοχωριανό • | αλλοχωριανοί • | αλλοχωριανές • | αλλοχωριανά • |
Coordinate terms[edit]
- άλλοθεν (állothen, “from another place”, adverb)