αμφιταλαντεύομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αμφιταλαντεύομαι • (amfitalantévomai) αμφιταλαντεύομαι • (amfitalantévomai) deponent (past αμφιταλαντεύτηκα/αμφιταλαντεύθηκα)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Synonyms
[edit]- αμφιρρέπω (amfirrépo)
Related terms
[edit]- αμφιταλάντευση f (amfitalántefsi, “hesitation”)