ανάβραση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανάβραση • (anávrasi) f (plural αναβράσεις)
Declension
[edit]Declension of ανάβραση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανάβραση • | αναβράσεις • | |
genitive | ανάβρασης • | αναβράσεων • | |
accusative | ανάβραση • | αναβράσεις • | |
vocative | ανάβραση • | αναβράσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναβράσεως • |
Related terms
[edit]- αναβρασμός (anavrasmós, “boiling up, seething”, adjective)
- αναβράζω (anavrázo, “to seethe, to boil up”)