ανάκλιντρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανάκλιντρο • (anáklintro) n (plural ανάκλιντρα)
- chaise longue (UK), chaise lounge (US)
Declension
[edit]Declension of ανάκλιντρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάκλιντρο • | ανάκλιντρα • |
genitive | ανακλίντρου •, ανάκλιντρου • | ανακλίντρων • |
accusative | ανάκλιντρο • | ανάκλιντρα • |
vocative | ανάκλιντρο • | ανάκλιντρα • |
Synonyms
[edit]- σεζλόνγκ n (sezlóngk, “chaise longue”)
Coordinate terms
[edit]- see: καναπές n (kanapés, “couch”)