ανάμειξη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανάμειξη • (anámeixi) f (plural αναμείξεις)
Declension
[edit]Declension of ανάμειξη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανάμειξη • | αναμείξεις • | |
genitive | ανάμειξης • | αναμείξεων • | |
accusative | ανάμειξη • | αναμείξεις • | |
vocative | ανάμειξη • | αναμείξεις • | |
Older or formal genitive singular: αναμείξεως • |
Alternative forms
[edit]- ανάμιξη f (anámixi)
Related terms
[edit]- see: αναμειγνύω (anameignýo, “to mix, to blend”)