ανακαλύπτομαι
Jump to navigation
Jump to search
See also: ἀνακαλύπτομαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /a.na.kaˈli.pto.me/
- Hyphenation: α‧να‧κα‧λύ‧πτο‧μαι
- Homophone: ανακαλύπτομε (anakalýptome)
Verb
[edit]ανακαλύπτομαι • (anakalýptomai) passive (past ανακαλύφτηκα/ανακαλύφθηκα, active ανακαλύπτω)
- to be discovered, be unmasked
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form