ανακατασκευή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From ανα- (ana-) + κατασκευή f (kataskeví).
Noun
[edit]ανακατασκευή • (anakataskeví) f (plural ανακατασκευές)
Declension
[edit]Declension of ανακατασκευή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
genitive | ανακατασκευής • | ανακατασκευών • |
accusative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
vocative | ανακατασκευή • | ανακατασκευές • |
Related terms
[edit]- ανακατασκευάζω (anakataskevázo, “to reconstruct”)