ανασφάλιστος
Greek
Adjective
ανασφάλιστος • (anasfálistos) m (feminine ανασφάλιστη, neuter ανασφάλιστο)
Declension
Declension of ανασφάλιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανασφάλιστος • | ανασφάλιστη • | ανασφάλιστο • | ανασφάλιστοι • | ανασφάλιστες • | ανασφάλιστα • |
genitive | ανασφάλιστου • | ανασφάλιστης • | ανασφάλιστου • | ανασφάλιστων • | ανασφάλιστων • | ανασφάλιστων • |
accusative | ανασφάλιστο • | ανασφάλιστη • | ανασφάλιστο • | ανασφάλιστους • | ανασφάλιστες • | ανασφάλιστα • |
vocative | ανασφάλιστε • | ανασφάλιστη • | ανασφάλιστο • | ανασφάλιστοι • | ανασφάλιστες • | ανασφάλιστα • |