αναψυκτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned formation from αναψυκ- (anapsyk-), combining form of αναψύχω (anapsýcho, “to cool down”), + -τικός (-tikós), with semantic loan from French rafraîchissant.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αναψυκτικός • (anapsyktikós) m (feminine αναψυκτική, neuter αναψυκτικό)
Declension
[edit]Declension of αναψυκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναψυκτικός • | αναψυκτική • | αναψυκτικό • | αναψυκτικοί • | αναψυκτικές • | αναψυκτικά • |
genitive | αναψυκτικού • | αναψυκτικής • | αναψυκτικού • | αναψυκτικών • | αναψυκτικών • | αναψυκτικών • |
accusative | αναψυκτικό • | αναψυκτική • | αναψυκτικό • | αναψυκτικούς • | αναψυκτικές • | αναψυκτικά • |
vocative | αναψυκτικέ • | αναψυκτική • | αναψυκτικό • | αναψυκτικοί • | αναψυκτικές • | αναψυκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναψυκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναψυκτικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- αναψυκτικό (anapsyktikó, “refreshment, soft drink”)
References
[edit]- ^ αναψυκτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language