ανθρακούχος
Greek
Adjective
ανθρακούχος • (anthrakoúchos) m (feminine ανθρακούχος or ανθρακούχα, neuter ανθρακικό)
- carbonated, fizzy
- ανθρακούχα ποτά ― anthrakoúcha potá ― fizzy drinks
- carbon (containing carbon)
- ανθρακούχος χάλυβας ― anthrakoúchos chályvas ― carbon steel
Declension
Declension of ανθρακούχος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανθρακούχος • | ανθρακούχος • / ανθρακούχα • | ανθρακούχο • | ανθρακούχοι • | ανθρακούχοι • / ανθρακούχες • | ανθρακούχα • |
genitive | ανθρακούχου • | ανθρακούχου • / ανθρακούχας • | ανθρακούχου • | ανθρακούχων • | ανθρακούχων • | ανθρακούχων • |
accusative | ανθρακούχο • | ανθρακούχο • / ανθρακούχα • | ανθρακούχο • | ανθρακούχους • | ανθρακούχους • / ανθρακούχες • | ανθρακούχα • |
vocative | ανθρακούχε • | ανθρακούχε • / ανθρακούχα • | ανθρακούχο • | ανθρακούχοι • | ανθρακούχοι • / ανθρακούχες • | ανθρακούχα • |
notes | The feminine forms shown first are more literary or formal. |