ανθρωποθυσία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek ἀνθρωποθυσία (anthrōpothusía).[1] By surface analysis, ανθρωπο- (anthropo-) + θυσία (thysía).
Noun
[edit]ανθρωποθυσία • (anthropothysía) f (plural ανθρωποθυσίες)
Declension
[edit]Declension of ανθρωποθυσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωποθυσία • | ανθρωποθυσίες • |
genitive | ανθρωποθυσίας • | ανθρωποθυσιών • |
accusative | ανθρωποθυσία • | ανθρωποθυσίες • |
vocative | ανθρωποθυσία • | ανθρωποθυσίες • |
Related terms
[edit]- see: άνθρωπος m (ánthropos, “human”)
References
[edit]- ^ ανθρωποθυσία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Further reading
[edit]- ανθρωποθυσία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el