Category:Greek learned borrowings from Koine Greek
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that are learned loanwords from Koine Greek, that is, terms that were directly incorporated from Koine Greek instead of through normal language contact.
To categorize a term into this category, use {{lbor|el|grc-koi|source_term}}
(or {{learned borrowing|...}}
, using the same syntax), where source_term
is the Koine Greek term that the term in question was borrowed from.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek learned borrowings from Koine Greek"
The following 200 pages are in this category, out of 327 total.
(previous page) (next page)Α
- αβαθής
- αδάμας
- αδιάθετος
- αδιαφορία
- αδιάφορος
- αδιαφορώ
- άηχος
- ακανθόχοιρος
- ακατέργαστος
- ακροποδητί
- Αλεξάνδρεια
- αλκυονίδα
- αλκυονίδες
- αλκυονίδες ημέρες
- αμέσως
- αναζωπυρώνω
- ανάκτορο
- ανακύκλωση
- αναπαυτικός
- αναπότρεπτος
- αναψυκτήριο
- ανεκλάλητος
- ανέλκυση
- ανελλιπώς
- ανήκω
- ανθρωποθυσία
- ανθύπατος
- ανθυποφορά
- ανταλλαγή
- αντικαταβάλλω
- αντιστοίχως
- αξιοπιστία
- αόριστος
- απαίσιος
- από καταβολής κόσμου
- αποκλεισμός
- απολύτρωση
- απομακρύνω
- αποσκευή
- αποστηθίζω
- απόχρωση
- αστερίσκος
- ασφαλίζω
- ασωφρόνιστος
- αταλαιπώρητος
- αταλάντευτος
- αυταρχία
Δ
- δείκτης
- δεισιδαιμονία
- δήλωση
- δημιουργικός
- διαβήτης
- διάγγελμα
- διαγραφή
- διάδοση
- διακίνηση
- διακοσμητικός
- διαλελυμένος
- διαλογισμός
- διαμόρφωση
- διασκεδάζω
- διασταυρώνω
- διασφαλίζω
- διάταξη
- διαχωρισμός
- διεκδικώ
- διερευνώ
- διερμηνεία
- δικαιοδοσία
- διοικητής
- διοργανώνω
- διοργάνωση
- δισκοβόλος
- διχοτομώ
- διώκτης
- δράση
- δυσαρεστώ
- δυσδιάκριτος
- δυτικός
- δωδεκάωρος
Ε
- εγκύκλιος
- εγκυμονώ
- εγκώμιο
- εγχείρηση
- εισαγωγικός
- εισπράκτορας
- εκδηλώνω
- εκλεπτύνω
- εκνευρίζω
- εκπλήρωση
- εκτάκτως
- εκτίμηση
- εκφωνώ
- έμμεσος
- εναγωνίως
- εναλλαγή
- εναλλακτικός
- έναστρος
- ενδεικτικός
- ένδοξος
- ενεστώτας
- ενετικός
- ενήλικας
- ενήλικος
- εξάεδρος
- εξακολούθηση
- εξακολουθώ
- εξαντλώ
- εξάπαντος
- εξάπλευρος
- εξασφαλίζω
- εξιστορώ
- Έξοδος
- εξοικειώνω
- εξομολογώ
- εξορκισμός
- εξουσιάζω
- επαναφορά
- επιβάτης
- επιβραβεύω
- επιβραδύνω
- επιδεικνύω
- επιδιορθώνω
- επιδρώ
- επισήμως
- επτάγωνος
- εργάσιμος
- εστιατόριο
- ευθύνη
- εύσωμος
- ευχαρίστως
- εφόσον
- εχθρικός
Κ
- καθησυχάζω
- καθοδηγώ
- καθοριστικός
- καιρικός
- καιροσκόπος
- καλλιέπεια
- καλοκαιρία
- καρδιακός
- καρυκεύω
- καταγωγή
- κατάλληλος
- κατάλυμα
- κατανάλωση
- κατανόηση
- καταπληκτικός
- κατάρριψη
- κατασπαταλώ
- καταφθάνω
- κατάφωρος
- κατήγορος
- κιβωτός
- κλείστρο
- κλινήρης
- κοινόβιο
- κοινοποιώ
- κόμμωση
- κομμωτής
- κοπετός
- κοπιάζω
- κρεοπωλείο
- κυριαρχία
- κυριολεξία
- κωμόπολη
- Κωνσταντινούπολις