Learned borrowing from Koine Greek μελοποιῶ ( melopoiô , “ to compose lyrical poems ” ) .[ 1]
IPA (key ) : /me.lo.piˈo/
Hyphenation: με‧λο‧ποι‧ώ
μελοποιώ • (melopoió ) (past μελοποίησα , passive μελοποιούμαι , p‑past μελοποιήθηκα , ppp μελοποιημένος )
( transitive ) to set to music , to melodize ( to write music for existing text )
Synonym: τονίζω ( tonízo )
μελοποιώ , μελοποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
μελοποιώ
μελοποιήσω
μελοποιούμαι
μελοποιηθώ
2 sg
μελοποιείς
μελοποιήσεις
μελοποιείσαι
μελοποιηθείς
3 sg
μελοποιεί
μελοποιήσει
μελοποιείται
μελοποιηθεί
1 pl
μελοποιούμε
μελοποιήσουμε , [-ομε ]
μελοποιούμαστε , μελοποιόμαστε
μελοποιηθούμε
2 pl
μελοποιείτε
μελοποιήσετε
μελοποιείστε , (μελοποιόσαστε )
μελοποιηθείτε
3 pl
μελοποιούν (ε )
μελοποιήσουν (ε )
μελοποιούνται
μελοποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
μελοποιούσα
μελοποίησα
μελοποιούμουν (α ), μελοποιόμουν (α )
μελοποιήθηκα
2 sg
μελοποιούσες
μελοποίησες
[μελοποιούσουν (α )], μελοποιόσουν (α )
μελοποιήθηκες
3 sg
μελοποιούσε
μελοποίησε
μελοποιούνταν , μελοποιόταν (ε ), {μελοποιείτο }
μελοποιήθηκε
1 pl
μελοποιούσαμε
μελοποιήσαμε
μελοποιούμασταν , (‑ούμαστε ), μελοποιόμασταν , (‑όμαστε )
μελοποιηθήκαμε
2 pl
μελοποιούσατε
μελοποιήσατε
[μελοποιούσασταν , (‑ούσαστε )], μελοποιόσασταν , (‑όσαστε )
μελοποιηθήκατε
3 pl
μελοποιούσαν (ε )
μελοποίησαν , μελοποιήσαν (ε )
μελοποιούνταν , μελοποιόνταν (ε ), (μελοποιόντουσαν ), {μελοποιούντο }
μελοποιήθηκαν , μελοποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα μελοποιώ ➤
θα μελοποιήσω ➤
θα μελοποιούμαι ➤
θα μελοποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα μελοποιείς , …
θα μελοποιήσεις , …
θα μελοποιείσαι , …
θα μελοποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … μελοποιήσει έχω, έχεις, … μελοποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … μελοποιηθεί είμαι , είσαι , … μελοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … μελοποιήσει είχα, είχες, … μελοποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … μελοποιηθεί ήμουν , ήσουν , … μελοποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … μελοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … μελοποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … μελοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … μελοποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
μελοποίησε
—
μελοποιήσου
2 pl
μελοποιείτε
μελοποιήστε
μελοποιείστε
μελοποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
μελοποιώντας ➤
μελοποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας μελοποιήσει ➤
μελοποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
μελοποιήσει
μελοποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.