βρεφικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek βρεφικός (brephikós).[1] By surface analysis, βρέφος (vréfos) + -ικός (-ikós).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]βρεφικός • (vrefikós) m (feminine βρεφική, neuter βρεφικό)
Declension
[edit]Declension of βρεφικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βρεφικός • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικοί • | βρεφικές • | βρεφικά • |
genitive | βρεφικού • | βρεφικής • | βρεφικού • | βρεφικών • | βρεφικών • | βρεφικών • |
accusative | βρεφικό • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικούς • | βρεφικές • | βρεφικά • |
vocative | βρεφικέ • | βρεφική • | βρεφικό • | βρεφικοί • | βρεφικές • | βρεφικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βρεφικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βρεφικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- βρεφική θνησιμότητα f (vrefikí thnisimótita, “infant mortality”)
References
[edit]- ^ βρεφικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language