αντιβιοτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιβιοτικός • (antiviotikós) m (feminine αντιβιοτική, neuter αντιβιοτικό)
Declension
[edit]Declension of αντιβιοτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιβιοτικός • | αντιβιοτική • | αντιβιοτικό • | αντιβιοτικοί • | αντιβιοτικές • | αντιβιοτικά • |
genitive | αντιβιοτικού • | αντιβιοτικής • | αντιβιοτικού • | αντιβιοτικών • | αντιβιοτικών • | αντιβιοτικών • |
accusative | αντιβιοτικό • | αντιβιοτική • | αντιβιοτικό • | αντιβιοτικούς • | αντιβιοτικές • | αντιβιοτικά • |
vocative | αντιβιοτικέ • | αντιβιοτική • | αντιβιοτικό • | αντιβιοτικοί • | αντιβιοτικές • | αντιβιοτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιβιοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιβιοτικός, etc.) |