αντικαταστάτης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικαταστάτης • (antikatastátis) m (plural αντικαταστάτες, feminine αντικαταστάτρια)
- replacement, substitute (person)
Declension
[edit]Declension of αντικαταστάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικαταστάτης • | αντικαταστάτες • |
genitive | αντικαταστάτη • | αντικαταστατών • |
accusative | αντικαταστάτη • | αντικαταστάτες • |
vocative | αντικαταστάτη • | αντικαταστάτες • |
Related terms
[edit]- see: αντικατάσταση (antikatástasi, “substitution, replacement”)