αντικειμενοποιούμαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αντικειμενοποιούμαι • (antikeimenopoioúmai) passive (past αντικειμενοποιήθηκα, ppp αντικειμενοποιημένος, active αντικειμενοποιώ)
- passive of αντικειμενοποιώ (antikeimenopoió)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντικειμενοποιώ (antikeimenopoió)