αντικομφορμίστας

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικομφορμίστας (antikomformístasm (plural αντικομφορμίστες, feminine αντικομφορμίστρια)

  1. Rare form of αντικομφορμιστής (antikomformistís).

Declension

[edit]