αντικομφορμίστας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικομφορμίστας • (antikomformístas) m (plural αντικομφορμίστες, feminine αντικομφορμίστρια)
- Rare form of αντικομφορμιστής (antikomformistís).
Declension
[edit]Declension of αντικομφορμίστας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικομφορμίστας • | αντικομφορμίστες • |
genitive | αντικομφορμίστα • | αντικομφορμιστών • |
accusative | αντικομφορμίστα • | αντικομφορμίστες • |
vocative | αντικομφορμίστα • | αντικομφορμίστες • |